Ο λόγος περί του κέιλ (kale), κοντινού συγγενή του άγριου λάχανου, που έχει τρυπώσει μέσα σ’ όλες τις κουζίνες, τα μενού των εστιατορίων, γι’ αυτό έχουν γραφτεί εκατοντάδες συνταγές και βιβλία μαγειρικής, έχουν γίνει τηλεοπτικές εκπομπές. Τσιπς από κέιλ, smoothie, σαλάτες, μαγειρευτά, κέικ… δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να βάλεις λίγο κέιλ μέσα.
Αν και πρόκειται για ένα είδος λαχανίδας που το γενετικό της υλικό ομοιάζει με τα μπρόκολα, τα λαχανάκια Βρυξελών και τα κουνουπίδια, η θρεπτική αξία του kale τα ξεπερνά όλα με διαφορά. Όπως έχει καταγραφεί από μελέτες μπορεί να βοηθήσει στην ενδυνάμωση των οστών αφού περιέχει τεράστιες ποσότητες ασβεστίου κι ας μην ανήκει στα γαλακτοκομικά ενώ ταυτόχρονα είναι εξαιρετική πηγή αντιοξειδωτικών και αντικαρκινικών ουσιών. Περιέχει περισσότερο β-καροτένιο από το σπανάκι και περίπου διπλάσια ποσότητα ωχρίνης, τη μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο λαχανικό. Ανήκει στην οικογένεια των σταυρανθών, γεγονός που του προσδίδει τις αντικαρκινικές ουσίες ινδόλες που συντελούν στη ρύθμιση των οιστρογόνων και καταπολεμούν τον καρκίνο του εντέρου. Κατέχει πολύ υψηλή θέση στον κατάλογο με τις τροφές που προστατεύουν από τον καρκίνο καθώς και από πολλές ακόμα παθήσεις. Η δε μεγάλη του περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και οι μηδενικές του θερμίδες το καθιστούν σε απόλυτο ρυθμιστή της πέψης και μια εξαιρετική επιλογή για όσους κάνουν δίαιτα και ακολουθούν ένα πιο υγιεινό διαιτολόγιο. Είναι δε χειμερινό λαχανικό αφού αγαπά το κρύο και την παγωνιά ενώ μπορεί πολύ εύκολα να καλλιεργηθεί ακόμα και σε γλάστρα στο μπαλκόνι.
Οι επιστήμονες διαφωνούν σχετικά με το πότε οι άνθρωποι δοκίμασαν το πρώτο κέιλ. Βέβαια καταγραφές φανερώνουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούσαν πράσινα φυλλώδη λάχανα που έμοιαζαν με το κέιλ, τα οποία έβραζαν και έτρωγαν ως θεραπεία για τη μέθη (!). Αλλά και στα πρώιμα Ρωμαϊκά χειρόγραφα περιλαμβάνονται αναφορές σε «κράμβες», μια λέξη που περιλάμβανε άγρια γογγύλια, λάχανα και φυτά που έμοιαζαν με κέιλ. Από το Μεσαίωνα κι έπειτα το εν λόγω λάχανο είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη και την Ασία ενώ στη συνέχεια, και όντας ήδη πολύ δημοφιλές, Ιταλοί, Ρώσοι και Σκοτσέζοι ανέπτυξαν διάφορα είδη κέιλ. Και όμως, για κάποιο λόγo, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το φυτό σνομπαρίστηκε. Για 60 χρόνια περίπου δεν ήταν κάτι άλλο παρά μια πρασινάδα άνευ ουσίας και έπρεπε να έρθει το παγκόσμιο κίνημα «από το αγρόκτημα στο τραπέζι» που έφερε πίσω πολλές ξεχασμένες τροφές στο προσκήνιο ανάμεσα στις οποίες ήταν και το κέιλ.
Θα μπορούσε κανείς να παραληρήσει την άνοδο της δημοτικότητας του με την αύξηση της ευαισθητοποίησης των ανθρώπων σχετικά με τη διατροφή και την υγεία. Επιπλέον, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν παίξει μεγάλο ρόλο στην δημοτικότητά του: η επιρροή που έχει η προσωπική μας σχέση με τα τρόφιμα και το φαγητό γενικότερα και η δυνατότητα να την μοιράζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους μέσα από το Instagram για παράδειγμα. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν υπήρχε Instagram την εποχή που η ρόκα ήταν στη μόδα;